εισαγγελεύω

εισαγγελεύω
αντικαθιστώ τον εισαγγελέα και ασκώ τα καθήκοντά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μετοχή εισαγγελεύων μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εισαγγελεύω — αμτβ., αντικαθιστώ προσωρινά τον εισαγγελέα ασκώντας τα καθήκοντά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”